- σκοτόφρων
- -ότοφρον, Ααυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση τού κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.